παριζιάνικος

παριζιάνικος
-η, -ο [Παριζιάνος]
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από το Παρίσι («παριζιάνικη μόδα»)
επίρρ...
παριζιάνικα
με παριζιάνικο τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παριζιάνικος — η, ο ο παρισινός: Παριζιάνικη μόδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρισινός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή κατάγεται προέρχεται από το Παρίσι, ο παριζιάνικος 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. Παρισινός, Παρισινή αυτός που γεννήθηκε ή κατοικεί στο Παρίσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < Παρίσι. Η λ. μαρτυρείται από 1869 στον Αρ. Βαμπά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”